ἀείστροφος

ἀείστροφος
ἀείστροφος, ον,
A ever-turning, Tz.H.10.568.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αείστροφος — ἀείστροφος, ον (Μ) όποιος διαρκώς στρέφεται, μεταστρέφεται, αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ἀειστρόφου — ἀείστροφος ever turning masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”